παραλογισμόν

παραλογισμόν
παραλογισμός
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραλογισμός — ό, ΝΜΑ [παραλογίζομαι] εσφαλμένος τρόπος τού συλλογίζεσθαι, εσφαλμένος συλλογισμός νεοελλ. μσν. (φιλοσ.) αθέλητη παραβίαση τών νόμων και τών κανόνων τής λογικής που στερεί τον συλλογισμό από κάθε αποδεικτική δύναμη και οδηγεί σε εσφαλμένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”